Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Με ποιο τρόπο η κριτική προσέγγιση επιτρέπει στον Kant να εναρμονίσει τον θεωρητικό και τον πρακτικό λόγο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ …………………………………Σελ. 2

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ ………Σελ. 2

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ………………..Σελ. 8

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ …………………Σελ. 10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ……………………………Σελ. 12


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εργασία που ακολουθεί, θα γίνει προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα με ποιο τρόπο η κριτική προσέγγιση επιτρέπει στον Kant να εναρμονίσει τον θεωρητικό και τον πρακτικό λόγο. Στο εγχείρημα αυτό θα χρησιμοποιηθούν τα έργα του Κάντ η Κριτική του καθαρού λόγου και ιδιαίτερα ο Πρόλογος στην Β΄ έκδοση καθώς και το έργο του η Κριτική του πρακτικού λόγου.
Η Κριτική του καθαρού λόγου
Ο Kant στο φιλοσοφικό του έργο προσπάθησε να θεμελιώσει μεταφυσικά την αντικειμενική γνώση του εμπειρικού κόσμου.[1] Στο εγχείρημά του αυτό προσπάθησε να συνθέσει τον εμπειρισμό του Χιούμ ( D. Hume, 1711-1776) και τον ρασιοναλισμό του Λάιμπνιτς ( G. W. Leibniz 1664-1716) και του Βόλφ ( C. Wolff 1679-1754).[2] Η σκέψη του Λαίμπνιτς και του μαθητή του Βολφ είχαν μετατρέψει την παράδοση του ορθολογισμού σε έναν δογματισμό, που ισχυριζόταν ότι με τη δύναμη του λογικού, μπορούσε να περιγραφθεί η ουσία και η τάξη του κόσμου ως την τελευταία λεπτομέρεια.[3] Από την άλλη πλευρά, ο αγγλοσαξονικός εμπειρισμός στη σκεπτική του εκδοχή, όπως την εξέφραζε ο Χιούμ, υποστήριζε ότι οι θεμελιώδεις έννοιες της επιστήμης, όπως της αιτιότητας, αποτελούν μια εκ των υστέρων ανακεφαλαίωση των εντυπώσεων της ανθρώπινης εμπειρίας.[4] Ουσιαστικά, οι επιστήμες περιγράφουν το τι οι άνθρωποι πιστεύουν για την πραγματικότητα και όχι πως αυτή είναι καθαυτή. Η πίστη αυτή δεν έχει λογικό θεμέλιο ούτε βασίζεται σε γνώση για το πώς είναι κατασκευασμένος ο κόσμος. Επίσης, η πίστη αυτή δεν έχει καμία εμπειρική θεμελίωση αφού δεν γνωρίζουμε πώς θα λειτουργήσει ο κόσμος στο μέλλον. Αποτελεί, λοιπόν, σύμφωνα με τον Χιούμ μια ΄΄συνήθεια΄΄ ή έξη του ανθρώπινου νου.[5]
Ο Κάντ προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε. Για τον Κάντ η εμπειρία δεν επαρκεί για να οδηγήσει στη γνώση γιατί της λείπει η έννοια της αναγκαιότητας.[6] Σύμφωνα με τον Κάντ πρέπει να σταματήσουμε να εξάγουμε τις έννοιες που οδηγούν τον επιστημονικό λόγο από την εμπειρική παρατήρηση.[7] Οι έννοιες αυτές που προϋπάρχουν, όταν εφαρμόζονται στα δεδομένα της αντίληψης που αποκτούμε με τη λειτουργία των αισθήσεων, οδηγούν στη δημιουργία της εμπειρίας. Η εμπειρία προέρχεται από το υλικό της παρατήρησης, το οποίο το λογικό μορφοποιεί και συγκροτεί σε ολότητα.[8] Ο νους του ανθρώπου περιέχει έμφυτες έννοιες που συγκροτούν την εμπειρική πραγματικότητα, επομένως οι έννοιες αυτές δεν παράγονται από τη μηχανική συσσώρευση των εμπειριών.[9]
Οι παραστάσεις που λαμβάνει ο ανθρώπινος νους από τις αισθήσεις είναι ασύνδετα γεγονότα που οργανώνει και σημασιοδοτεί η ΄΄υπερβατολογική μας συνείδηση΄΄ . Διαμέσου αυτής, συνειδητοποιούμε ότι οι διάφορες εμπειρίες ανήκουν σε εμάς. Ο ανθρώπινος νους κατανοεί τις εμπειρίες γιατί περιέχουν μέσα τους έννοιες που δεν πηγάζουν από τις αισθήσεις. Αυτές οι θεμελιώδεις έννοιες ονομάζονται ΄΄κατηγορίες΄΄, η ουσία και η αιτιότητα είναι τέτοιες ΄΄κατηγορίες΄΄.[10] Κάθε εμπειρία από τον φυσικό κόσμο έχει αιτιακή δομή, δηλαδή αποτελείται από πράγματα που σχετίζονται το ένα με το άλλο ως αιτία και αποτέλεσμα.[11] Ουσιαστικά ο Κάντ περιγράφει πώς λειτουργεί το ανθρώπινο λογικό όταν έρχεται σε επαφή με τα αντικείμενα των αισθήσεων και όχι την εσωτερική κατασκευή των πραγμάτων καθ΄αυτών. Η αιτιότητα είναι μια ΄΄κατηγορία΄΄ που είναι δεδομένη ΄΄εκ των προτέρων΄΄ ( a priori) και είναι ενσωματωμένη στην ίδια τη λογικότητα του ανθρώπινου νου που παρατηρεί τα φυσικά πράγματα δια μέσου των αισθήσεων.
Με τον ίδιο τρόπο ο χώρος και ο χρόνος είναι εκ των προτέρων δεδομένες μορφές της ανθρώπινης αντιληπτικότητας ή εποπτείας.[12] Αποτελούν τα σχήματα μέσω των οποίων το υποκείμενο συλλαμβάνει την εξωτερική πραγματικότητα και τακτοποιεί τις παρατηρήσεις του κατά τόπο και χρόνο. Η αντίληψη συνίσταται στην κατασκευή χρονικών αλληλουχιών και χωρικών διασυνδέσεων. Η γνώση αυτή ονομάζεται από τον Καντ ως ΄΄εκ των προτέρων συνθετική΄΄. [13] Ο Κάντ ουσιαστικά απαντούσε στο σκεπτικισμό του Χιούμ και θέλοντας να θεμελιώσει την εκ των προτέρων γνώση διέκρινε τις προτάσεις αυτές που ονόμασε ΄΄συνθετικές a priori΄΄. [14]
Η γνώση των φυσικών πραγμάτων προέρχεται μόνο μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη σύμφωνα με τον Κάντ, επομένως ο επιστημονικός νους έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει και να εξηγεί μόνο τα ΄΄φαινόμενα΄΄. [15] Δηλαδή δεν υπάρχει η δυνατότητα άμεσης γνώσης της ουσίας καθαυτής των εξωτερικών πραγμάτων του φυσικού κόσμου. Επομένως, και η επιστημονική γνώση εξάγεται ακριβώς από τον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα φανερώνονται με τη βοήθεια των αισθητήριων οργάνων μας.[16] Τα φυσικά όντα όπως είναι ΄΄καθαυτά΄΄ βρίσκονται πέρα από κάθε δυνατότητα γνώσης και υπάρχουν μόνο μέσα στη θεωρητική μας φαντασία ως ΄΄νοούμενα΄΄ και χωρίς εμπειρική υπόσταση. Η λογική μας είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία καθαυτή των φαινομένων.
Ο Κάντ με τη θεωρία του απέκλεισε κάθε φιλοσοφική θεωρία, η οποία ισχυριζόταν ότι είχε πρόσβαση, με τη δύναμη του λόγου, στην περιοχή των ΄΄νοουμένων΄΄. Ουσιαστικά, οι θεωρίες αυτές παραβίαζαν τον πιο θεμελιακό γνωσιολογικό περιορισμό που η καντιανή θεωρία είχε χαράξει. [17]
Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου ο Κάντ προβληματίζεται έντονα για τις γνώσεις εκείνες του ανθρώπου που εγκαταλείπουν το πεδίο κάθε δυνατής εμπειρίας. Οι γνώσεις αυτές ΄΄δείχνουν φαινομενικά ότι με τη χρησιμοποίηση εννοιών, στις οποίες δεν αντιστοιχεί πουθενά κανένα δεδομένο της εμπειρίας, επεκτείνουν τις κρίσεις μας πέρα από όλα τα όρια της.[18] Στις γνώσεις αυτές που η εμπειρία δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός διεξάγει ο λόγος τις έρευνές του. Οι έρευνες αυτές σύμφωνα με τον Κάντ είναι πολύ σημαντικές από την άποψη του τελικού τους σκοπού και πιο σημαντικές από τη γνώση που μπορεί να αποκομίσει η νόηση από τον κόσμο των φαινομένων.[19] Τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται ο Καθαρός λόγος είναι ο θεός, η ελευθερία και η αθανασία.
Το γνωστικό αυτό εγχείρημα του λόγου, ο οποίος υπερβαίνει τα όρια της δυνατής εμπειρίας ονομάζεται Μεταφυσική, όμως η προσφυγή σε αρχές ανεξάρτητες από την εμπειρία οδηγεί το λόγο σε αντιφάσεις. Με αυτό τον τρόπο η μεταφυσική μπορεί να αποτελέσει πεδίο ατέρμονων διαμαχών. [20]
Ο ανθρώπινος λόγος ωθείται από μια εσωτερική ανάγκη να θέτει μεταφυσικά ερωτήματα, για το λόγο αυτό το πρόβλημα της μεταφυσικής δε λύνεται απορρίπτοντάς την, όπως κάνει ο Hume. To πρόβλημα της Μεταφυσικής αφορά τον ίδιο το λόγο και μπορεί να λυθεί μόνο με την αυτοκριτική του. Ο ίδιος ο λόγος θα εγκαταστήσει ένα δικαστήριο το οποίο θα κρίνει αμερόληπτα τη δυνατότητα μιας καθαρής γνώσης του λόγου ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία.[21] Για να τοποθετήσει τελικά ο Καντ τη Μεταφυσική στο πλαίσιο των επιστημών προτείνει μια αλλαγή στο φιλοσοφικό τρόπο σκέψης. Πιστεύει ΄΄ότι δεν ρυθμίζεται η γνώση μας προς τα αντικείμενα αλλά τα αντικείμενα προς τη γνώση μας΄΄. [22] Μέτρο δηλαδή της γνώσης των αντικειμένων είναι ο νους. Τα αντικείμενα της γνώσης μας δεν είναι πράγματα καθ΄αυτά αλλά φαινόμενα. Ο κριτικός λόγος αυτοπεριορίζεται με την έννοια ότι δεν γνωρίζει το απόλυτο αλλά τους υπερβατολογικούς όρους της εμπειρίας. [23]
Ο Κant θέλοντας να θεμελιώσει τη Μεταφυσική ως επιστήμη θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν να υπάρχει a priori γνώση των αντικειμένων δηλαδή γνώση πριν από την εμπειρία.[24] Αρχίζοντας τη διερεύνηση του προβλήματος προβαίνει σε διάκριση των δύο ειδών της γνώσεως, την καθαρή και την εμπειρική γνώση. Στη γνώση που αντλεί η νόησή μας από τον εαυτό της και στη γνώση που αντλούμε από την κατ΄ αίσθηση εντύπωση.[25]
Στη συνέχεια, ο Kant προτείνει τη διάκριση των κρίσεων σε αναλυτικές και συνθετικές που είναι ανεξάρτητη από την κλασική διάκριση της γνώσης σε a priori και σε a posteriori. Η διάκριση των αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων γίνεται από τη σκοπιά του λόγου της αλήθειας τους. Αναζητείται ο λόγος της συνδετικής σχέσης υποκειμένου και κατηγορήματος στο υποκείμενο ή εκτός αυτού. Ως αναλυτικές ορίζει τις κρίσεις των οποίων το κατηγόρημα περιέχεται ήδη στην έννοια του υποκειμένου. Στις αναλυτικές κρίσεις η σύνδεση υποκειμένου και αντικειμένου νοείται ως ταυτότητα για το λόγο αυτό οι κρίσεις αυτές δε διευρύνουν τη γνώση μας αλλά μόνο αποσαφηνίζουν τις έννοιές μας.[26] Συνθετικές είναι οι κρίσεις που το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου. Οι συνθετικές κρίσεις δεν είναι αληθείς εξαιτίας της λογικής αρχής της αντίφασης, διότι για να σχηματιστούν οι κρίσεις αυτές χρειάζεται κανείς να προσφύγει στη μαρτυρία της εμπειρίας και να εξέλθει της έννοιας του υποκειμένου.[27]
Την έρευνα που αφορά το πρόβλημα του δυνατού των συνθετικών κρίσεων a priori ο Καντ ονομάζει υπερβατολογική. Μόνο αν επιλυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι δυνατή η μεταφυσική. Βέβαια, κατά μια έννοια, η δυνατότητα της μεταφυσικής είναι αδιαμφισβήτητη αφού στην πραγματικότητα υπάρχει ως φυσική προδιάθεση. Καθήκον του λόγου είναι να αποφανθεί για το αν υπάρχει η ικανότητα να γνωρίσουμε τα αντικείμενα της Μεταφυσικής.[28] Ο Λόγος πρέπει να χρησιμοποιείται κριτικά ώστε να κατανοήσει τα όρια της δικής του δύναμης.[29] Η μόνη δυνατή αφετηρία προς την επιστημονική Μεταφυσική πρέπει να είναι μια ΄΄Κριτική του καθαρού Λόγου΄΄. [30]
Στην υπερβατολογική αναλυτική ο Κάντ επιχειρεί να οριοθετήσει ΄΄τη χώρα της αλήθειας, ώστε ο νους να μην εμπλακεί σε περιπέτειες που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας…΄΄.[31] Για τον φιλόσοφο τα πράγματα καθαυτά μπορούμε μόνο να τα νοήσουμε, δηλαδή να τα σκεφτούμε, αλλά δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε. Η γνώση αναφέρεται μόνο σε φαινόμενα, ενώ τα πράγματα καθαυτά είναι άγνωστα. Γιατί αν δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα αντικείμενα ως τα πράγματα καθαυτά πρέπει να μπορούμε να τα νοούμε γιατί διαφορετικά θα καταλήγαμε στην παράδοξη πρόταση ότι υπάρχουν φαινόμενα δίχως κάτι που να φαίνεται. [32]
Η Κριτική του πρακτικού λόγου
Η γνωσιολογία του Κάντ ουσιαστικά απαγορεύει κάθε θεωρητική πρόσβαση στην περιοχή των όντων που είναι πέρα από κάθε δυνατή εμπειρία. Όμως επιτρέπει μια προσέγγιση προς τα νοούμενα, η οποία αν και δεν περιέχει γνώση με την επιστημονική έννοια, παρέχει πρακτική βεβαιότητα. Ο άνθρωπος μέσω της οδού του ηθικού στοχασμού αυτοκαθορίζεται ως υποκείμενο που θέτει το ίδιο τους κανόνες που διέπουν την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος παύει να αποτελεί ένα εξάρτημα του φυσικού συστήματος και επιλέγει μόνος του το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Αν και η φυσική υπόσταση του ανθρώπου εμπίπτει στην απαράβατη αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, ταυτόχρονα, όμως, διαθέτει μία εσωτερική- ενορατική γνώση του εαυτού του. Η γνώση της δυνατότητας ύπαρξης του ανθρώπου ως αυτόβουλου όντος αποτελεί και την ουσία του ανθρώπινου ΄΄εγώ΄΄, ως πράγματος καθαυτού.
Ο πρακτικός λόγος ασχολείται με τον στοχασμό επάνω σε ζητήματα που σχετίζονται με την ηθική συγκρότηση του κοινωνικού βίου και τις επιλογές εκείνες που προσδίδουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η φιλοσοφία πραγματεύεται πλέον τον άνθρωπο στη ΄΄νοητή και μη εμπειρική διάσταση΄΄ αφού μια λογική ανάλυση των ηθικών επιλογών είναι ικανή να καθορίσει τις συνθήκες στις οποίες πραγματώνεται η πρακτική του ελευθερία.
Η ηθικότητα για τον Κάντ συνίσταται στη λογική ανάλυση που φανερώνει ότι το ηθικώς ορθό ισχύει πέρα από κάθε υπολογισμό προσωπικό ή ομαδικό. Ο άνθρωπος θα πρέπει να επιδιώκει το ηθικά αναγκαίο ως αυτοσκοπό. Ο προσωπικός ωφελιμισμός και το ηθικά αναγκαίο αποτελούν δύο αποκλίνουσες και συχνά αντίθετες έννοιες.[33] Η ύπαρξη του πολιτισμού συνίσταται στην προσπάθεια να εφαρμοστούν οι θεμελιώδεις κανόνες της ηθικής και να παραμεριστούν οι προσωπικές ωφελιμιστικές απόψεις των επιμέρους ατόμων. Η επίγνωση αυτή σύμφωνα με τον Κάντ είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ίδια την αυτοσυνειδησία του ατόμου. Η έννοια του ηθικώς ορθού δεν έχει εμπειρικές καταβολές. Και ο άνθρωπος ως πράγμα καθαυτό είναι αυτόνομος.[34]
Η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στο ότι δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τη φυσική νομοτέλεια αλλά στο πεδίο της ηθικής πράξης έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει και να αποδέχεται αυτοβούλως τους κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του. Η ελευθερία, η οποία σύμφωνα με τον Κάντ δεν μπορεί να εξηγηθεί με κανένα τρόπο, εγγυάται ότι ο άνθρωπος δεν θα αποτελέσει έρμαιο των εγωιστικών τάσεων της ψυχής του. [35] Σημαντικό στοιχείο αποτελεί και η επιλογή του ανθρώπου να ενεργεί σύμφωνα με την επιταγή του ηθικά αναγκαίου, απλά και μόνο επειδή το επιβάλλει ο εσώτερος εαυτός του. Τότε και μόνο τότε και με βάση την επιλογή του κερδίζει την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμησή του. Αυτή η ενδιάθετη συνείδηση που υπάρχει σε κάθε έλλογο όν και που οδηγεί στην ηθική πράξη ονομάζεται από τον Κάντ ΄΄κατηγορική προσταγή΄΄. Πρόκειται για μια ΄΄εσωτερική φωνή΄΄ που απαιτεί την άνευ όρων συμμόρφωση στις επιταγές του πρακτικού λόγου[36].
Η επίγνωση ότι οι κανόνες του ηθικού σεβασμού οφείλουν να υπερισχύσουν μέσα στον κόσμο, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, αποτελεί παράδοξο που η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να ανεχθεί. Η ηθικότητα, τότε, σε αυτόν τον κόσμο θα αποτελεί μια φαντασίωση που δεν έχει πρακτική επίδραση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η απάντηση σε αυτό το παράδοξο είναι η ελπίδα ότι υπάρχει κάποια υπερκόσμια δύναμη που επιβραβεύει εκείνους που στάθηκαν πιστοί στα παραγγέλματα της συνείδησής τους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ουσιαστικά ο Κάντ με το έργο του η Κριτική του πρακτικού λόγου μεταφέρει τη γνωσιολογία του καθαρού λόγου από τη σφαίρα της θεωρητικής φιλοσοφίας στη σφαίρα της ηθικής. Ο πρακτικός λόγος είναι η μεταφορά της κριτικής του καθαρού λόγου στην πρακτική ζωή του ανθρώπου και στη ηθική.[37] Η αθανασία της ψυχής και η ύπαρξη του θεού αποτελούν για τον Κάντ τα έσχατα αιτήματα του ΄΄πρακτικού λόγου΄΄.[38] Εάν δεν υπάρχει η θεία πρόνοια που πηγάζει από το θείο όν και η δικαιοσύνη που πηγάζει από την ψυχή των ανθρώπινων όντων, το οικοδόμημα της ηθικής πράξης που επεξεργάζεται η φιλοσοφία καταρρέει. Η παραδοχή αυτή δεν συνιστά, βέβαια, λογική ή επιστημονική απόδειξη, αλλά η ΄΄πρακτική΄΄ πίστη στη θεία πρόνοια και στο μεταθανάτιο πεπρωμένο της ψυχής έχουν στέρεο ορθολογικό κύρος.
Η ιδέα του θεού ως εγγυητή μιας ηθικής τάξης πέρα από την εμπειρία ερμηνεύει τη θρησκευτική πίστη με κριτήρια αποκλειστικά του καθαρού λόγου.[39] Ο Κάντ ερευνώντας τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της ανθρώπινης λογικότητας με αναφορά στα προβλήματα της πρακτικής ζωής καταλήγει στο θεό.[40] Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να διερευνήσει τη δυνατότητα του λογικού ΄΄Εγώ΄΄ να αυτοκαθορίζεται και να αυτοκυβερνάται.[41]
Η Κριτική του καθαρού λόγου και η Κριτική του πρακτικού λόγου είχαν διανοίξει ένα χάσμα ανάμεσα στη φυσική τάξη και στην ανθρώπινη συνείδηση και το αίτημα της ελευθερίας που την καθοδηγεί.[42] Ο Κάντ, με το έργο του Κριτική της κριτικής δύναμης, θέλησε να γεφυρώσει το χάσμα αυτό. Οραματίστηκε μια συνολική συμπαντική τάξη, όπου η κίνηση της φυσικής ύλης παράγει την κατάσταση της ΄΄έλλογης αυθυπαρξίας΄΄ η οποία δίνει στο φαινόμενο της ζωής το νόημά του.[43]
΄΄Ο θεός και ο κόσμος αποτελούν τα δύο αντικείμενα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας και ( υποκείμενο, κατηγόρημα και συνδετικό) είναι ο νοών άνθρωπος, το υποκείμενο που συνδέει θεό και κόσμο σε μια πρόταση.΄΄ ( Kant, opus postumum, AA21) [44]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ø Ν. Αυγέλης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη 20055.
Ø Π. Βαλλιανός, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Γ΄,Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (19ος -20ος αιώνας ), Ε.ΑΠ. , Πάτρα2000.
Ø Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
Ø Η Φιλοσοφία, Τόμος Β΄, Από τον Κάντ ως τον Χούσσερλ, Ο εικοστός αιώνας, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2006.
Ø Γ. Μολυβάς, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, Η εποχή του Διαφωτισμού, Εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.
Ø Θ. Πενολίδης, Μέθοδος και συνείδηση, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
Ø E. Kant, Κριτική του καθαρού λόγου, Α1, Εκδόσεις Παπαζήση, αθήνα 1979.
Ø E. Kant, Κριτική του καθαρού λόγου, Α2, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1979.
Ø E. Kant, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα 1983.
Ø E. Kant, Κριτική του πρακτικού λόγου, Βιβλιοπωλείων της εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου & σιας Α.Ε., Αθήνα 2004.
Ø Μ. Ρασσέλ, Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας τόμος Α΄, Η καθολική φιλοσοφία ΙΙ, Η νεότερη φιλοσοφία, Εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια, χ.χ..
Ø J. Russ, Η περιπέτεια της ευρωπαϊκής σκέψης, Μια ιστορία των ιδεών της Δύσης, Τυπωθήτω, Αθήνα 2005.
Ø R. Scruton, Καντ, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2006.
Ø R. Walker, Κάντ, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2003.
Ø W. Windelband- H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, Β΄τόμος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.
[1] Το 18ο αιώνα, την περίοδο του Διαφωτισμού, ο ορθός λόγος οδήγησε τους ανθρώπους στην πνευματική ενηλικίωση και αυτονομία. Ενώ ο ορθός λόγος προέκτεινε τον ορθολογισμό της κλασικής φιλοσοφίας, εντούτοις υπήρξε κριτικός και απέρριψε τη μεταφυσική σκέψη, στηριζόμενος μόνο στην εμπειρία. J. Russ, Η περιπέτεια της ευρωπαϊκής σκέψης, μια ιστορία των ιδεών της Δύσης, Παραφερνάλια-τυπωθήτω, Αθήνα 2005, σ. 229.
[2] Γ. Μολυβάς, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Β΄, Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος -18ος αιώνας), Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2000, σ. 67.
[3] W. Windelband-H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, Τόμος Β΄,Η μεσαιωνική φιλοσοφία, Η φιλοσοφία της Αναγέννησης, η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, Μ.Ι.ΕΤ., Αθήνα 20054 , σ. 270.
[4] Π. Βαλλιανός, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Γ΄,΄Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (19ος-20ος αιώνας ), Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2000, σ. 31.
[5] Η ψυχολογική ερμηνεία της αιτιότητας από τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό υπονόμευε το κύρος της επιστήμης και τη δυνατότητά της να κάνει ασφαλείς μελλοντικές προβλέψεις φυσικών φαινομένων. Π. Βαλλιανός, σ. 31.
[6] Για τον Κάντ η εμπειρία δεν αρκεί για να οδηγήσει στη γνώση, ουσιαστικά μας πληροφορεί ότι κάτι από τον φυσικό κόσμο υπάρχει αλλά δεν μας λέει γιατί υπάρχει ή για πιο λόγο υπάρχει με αυτή τη μορφή. Γ. Μολυβάς, σ. 67-68, Κάντ, όπ., Β3.
[7] Κάντ, όπ., Β5.
[8] ΄΄ …βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστή το άμορφο υλικό των κατ΄αίσθηση εντυπώσεων για το σχηματισμό μιας γνώσεως των αντικειμένων που ονομάζεται εμπειρία;΄΄ Κάντ, Εισαγωγή κατά την Α και Β έκδοση, Διαφορά της καθαρής και της εμπειρικής γνώσεως,(Β1)στο η Κριτική του καθαρού λόγου,Εκδόσεις Παπάζήση, σ. 70.
[9] ΄΄… αν δηλαδή υπάρχη γνώση τέτοιου είδους ανεξάρτητη από την εμπειρία και από όλες τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Τέτοιες γνώσεις τις ονομάζουν a priori και τις διαστέλλουν από τις εμπειρικές …΄΄ Κάντ, όπ., Β2, Επίσης, Π. Βαλλιανός, σ. 31.
[10] Γ. Μολυβάς, σ. 69.
[11] W. Windelband-H. Heimsoeth, ό.π, σ. 262.
[12] Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι έννοιες, είναι μορφές ΄΄ενοράσεως΄΄ ( intuition), Μπερτραντ Ρασσέλ, Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας Β, Η καθολική φιλοσοφία(11), Η νεότερη φιλοσοφία, Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια, Αθήνα χ.χ., σ. 467.
[13] Π. Βαλλιανός, σ. 34.
[14] Γ. Μολυβάς, σ. 69.΄΄ Ο ισχυρισμός ότι υφίσταται πράγματι εκ των προτέρων συνθετική γνώση είναι η θεμελιώδης θεωρητική καινοτομία της γνωσιολογίας΄΄, Π. Βαλλιανός, σ. 35.
[15] Η έννοια αυτή αποτελεί έναν από τους βασικούς όρους της επιστημολογίας του Κάντ. Αναφέρεται στη γνώση ως γνώση για ένα υποκείμενο η οποία ΄΄διαμεσολαβείται΄΄μέσα από τα αντιληπτικά και λογικά όργανα του υποκείμενου αυτού. Π. Βαλλιανός, σ. 37.

[16] ΄΄Και δεν υπάρχει πράγματι αμφιβολία ότι κάθε γνώση του κόσμου, ακόμα και η πιο αυστηρά επιστημονική, εξαρτάται από τα δεδομένα που προσκομίζει η αισθητηριακή αντίληψη, έχει δηλαδή μια αναφαίρετη υποκειμενική διάσταση.΄΄ Π. Βαλλιανός, σ. 38.
[17] Π. Βαλλιανός, σ. 37.
[18] Kant, όπ., Α3.
[19] Kant, ό.π., Β7.
[20] Ν. Αυγέλης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη 20055 , σ. 397. ΄΄ Η γοητεία από τη διερεύνηση των γνώσεων είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορεί να ανακόψει κανένας την πορεία του παρά μόνο άμα σκοντάψει σε καθαρήν αντίφαση΄΄ Κant, όπ., Β8.
[21] Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 397, επίσης Kant, ό.π., ΑΧΙΙ.
[22] Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 398.
[23] ΄΄…από τα πράγματα γνωρίζουμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε μέσα σ΄αυτά…΄΄, Kant, ό.π., ΒΧVΙΙΙ.
[24] R. Scruton, Ευρωπαϊκή φιλοσοφία από τον Φίχτε στον Σάρτρ, Εκδόσεις Νεφέλη, σ. 232. Επίσης, Μπερτραντ Ρασσέλ, ό.π., σ. 467.
[25] Τη διάκριση αυτή παραλληλίζει ο Kant με τη διάκριση ανάμεσα σε γνώσεις a priori και γνώσεις a posteriori. R. Scruton, ό.π., σ. 232 και Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 400.
[26] Οι αναλυτικές κρίσεις είναι αληθείς, επειδή το κατηγόρημα της αναλυτικής κρίσης νοείται ήδη μέσα στην έννοια του υποκειμένου, δεν είναι δυνατό να αρνηθούμε το κατηγόρημα χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση. Για το λόγο αυτό όταν εκφέρουμε μια αναλυτική κρίση έχουμε συνείδηση της αναγκαιότητάς της. Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 401.
[27] Σχετικά βλέπε η διαφορά ανάμεσα σε συνθετικές και αναλυτικές κρίσεις ενγένει, στο Προοίμιο, ο ιδιότυπος χαρακτήρας κάθε μεταφυσικής γνώσης, E. Kant, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα 1983σ. 35-45.
[28] ΄΄Πράγματι, λόγος είναι η δύναμη, που μας προσπορίζει τις αρχές της a priori γνώσεως. Άρα καθαρός λόγος είναι εκείνος που περιέχει τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες γνωρίζουμε κατιτί απόλυτα a priori.΄΄ Kant, ο.π., Α11, Β25.
[29] Μεγάλο τμήμα της Κριτικής του καθαρού λόγου ασχολείται με τις απατηλότητες που προκύπτουν από την εφαρμογή του χώρου και του χρόνου ή των κατηγοριών σε πράγματα των οπίων ο άνθρωπος δεν διαθέτει εμπειρία. Όταν γίνεται αυτό δημιουργούνται ΄΄αντινομίες΄΄ δηλαδή αντιφατικές προτάσεις των οπίων η κάθε μια μπορεί να αποδειχθεί. Μπερτραντ Ρασσέλ, ό.π., σ. 468,
[30] R. Scruton, ό.π., σ. 234.
[31] Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 430.
[32] Ν. Αυγέλης, ό.π., σ. 430.

[33] ΄΄ Κάθε ενέργεια είναι σωστή αν αυτή ή το αξίωμα της επιτρέπει ώστε η ελευθερία επιλογής του κάθε ατόμου να συνυπάρχει με την ελευθερία των άλλων σύμφωνα με τους καθολικό νόμο. ΄΄( Μ230-1), R. Walker, Κάντ, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2003, σ. 18.
[34] Βαλλιανός, ό.π.,σ. 45.
[35] Π. Βαλλιανός, σ. 45.
[36] R. Walker, όπ. σ. 62-63 Επίσης Π. Βαλλιανός, σ. 48.
[37] Γ. Νικολόπουλος, Η υπερβατική φιλοσοφία του Κάντ, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1992, σ. 151.

[38] Αν και ο Καντ πιστεύει ότι η ιδέα του θεού διαφέρει από τις άλλες δυο ιδέες (ψυχή, κόσμος ) στο ότι συμβάλει στην υπέρτατη μορφή ενότητας της εμπειρικής γνώσης, της σύμφωνα προς ένα σκοπό ενότητας των πραγμάτων. Ν. Αυγέλης, όπ., σ. 447.
[39] ΄΄… μπορούμε να ελπίζουμε να βρούμε κάποια μέρα προφανείς αποδείξεις για τις δυο πρώτιστες προτάσεις του καθαρού λόγου : υπάρχει ένας θεός, υπάρχει μια μέλλουσα ζωή…΄΄Kant, Γ. Νικολόπουλος, ό.π, σ. 208.
[40] Ο θεός είναι εκείνος που εγγυάται την αντιστοιχία της ανθρώπινης βούλησης και της πραγματικότητας, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην υπερβαίνει κάποια όρια στην ικανοποίηση των επιθυμιών του. Γι τον λόγο αυτό χρειάζεται ο θεός σύμφωνα με τον Κάντ. Ο θεός υπάρχει ως αίτημα του πρακτικού λόγου. Γ. Μολυβάς, όπ, σ. 70.
[41] Π. Βαλλιανός, σ. 52-53.
[42] Γ. Νικολόπουλος, ό.π., σ. 185.
[43] Π. Βαλλιανός, σ. 54.
[44] Θ. Πενολίδης, Μέθοδος και συνείδηση, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ. 103.

Δεν υπάρχουν σχόλια: