Ο κ. Κώστας Σημίτης, πριν από λίγες ημέρες μιλώντας στο Διεθνές Κέντρο Διοίκησης και Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, αιφνιδίασε τασσόμενος υπέρ μιας ειδικής σχέσης ΕΕ- Τουρκίας αντί της πλήρους ένταξης της. Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν ο πρωτεργάτης της υιοθέτησης του δόγματος της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή ένωση από την Ελλάδα. Πολιτική άποψη η οποία ακόμη και σήμερα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής μας πολιτικής και υιοθετείται και από τα δυο πολιτικά κόμματα εξουσίας. Η κρατούσα αντίληψη στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, τα τελευταία χρόνια, ήταν ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας θα την οδηγήσει σε μια ηπιότερη και πιο ΄΄πολιτισμένη΄΄ συμπεριφορά, η οποία θα διευκολύνει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Στην ομιλία του o κ. Σημίτης διαφοροποιήθηκε από την παγιωμένη, τα τελευταία χρόνια, ελληνική θέση της απόλυτης στήριξης της Τουρκίας στην ενταξιακή της προοπτική. Ουσιαστικά συντάχθηκε με τον Γάλλο πρωθυπουργό κ. Νικολά Σαρκοζί και την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Αγκελα Μέρκελ, οι οποίοι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν απορρίψει με κατηγορηματικό τρόπο κάθε μορφή ένταξης της Τουρκίας, επισημαίνοντας και οι δύο ότι η Άγκυρα μπορεί να επωφεληθεί μόνο από μία «προνομιακή εταιρική σχέση». Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι η ένταξη της Τουρκίας θα ενισχύσει την πιθανότητα να αναπτυχθούν δυο και τρεις ταχύτητες μέσα στην Ευρωπαική Ένωση. Άλλωστε είναι νωπές οι μνήμες από την εμπειρία της τελευταίας διερεύνησης. Εκτιμάται, επίσης ότι ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα επέφερε τεράστια ανατροπή στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και αναδιανομή του αγροτικού εισοδήματος μεταξύ των κρατών-μελών με δυσμενείς συνέπειες για τα νυν μέλη. Επιπλέον, η δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης εργαζομένων, που θα συνεπάγεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., μπορεί να μεταβάλει άρδην το «χάρτη» εργασίας στην Ευρώπη.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στις αλλαγές που θα προκαλέσει σε θεσμικό επίπεδο η ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση. Συγκεκριμένα με βάση την πληθυσμιακή εκπροσώπηση, η Τουρκία θα καθίστατο ρυθμιστικός παράγοντας στη λήψη αποφάσεων, «η Τουρκία σε λίγα χρόνια θα έχει πληθυσμό 100 εκατομμύρια. Θα είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της Ε.Ε. και θα έχει, φυσικά, τις περισσότερες ψήφους στο Συμβούλιο. Θα είναι μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, την οποία δεν βλέπω να αποδέχονται οι ευρωπαϊκές χώρες».
Ενδοιασμούς δημιουργεί και η δυνατότητα εμπέδωσης του ευρωπαϊκού κεκτημένου από την Τουρκία κάτι στο οποίο αναφέρθηκε προσφάτως και ο κ. Σαρκοζί :«Πριν σκεφτούμε τα κράτη που δεν είναι στην Ευρώπη, ίσως πρέπει να σκεφτούμε τα κράτη που ανήκουν ήδη σε αυτήν. Αν διευρύνουμε επ’ άπειρον την Ε.Ε., τότε θα σκοτώσουμε την πολιτική». Ο προβληματισμός αυτός αναπτύχθηκε με την τελευταία διεύρυνση και αφορά τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, αφορά τη δυνατότητα τους να αφομοιώσουν το σύστημα αξιών που προβάλλει η ένωση καθώς και τις αρχές που διέπουν τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών.
Στην Τουρκία οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε πολύ αργούς ρυθμούς. Το κεμαλικό πολιτικό κατεστημένο και ο τρόπος δομής της εξουσίας, σε συνδυασμό με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μεγάλου μέρους του πληθυσμού προκαλούν αγκυλώσεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσουν στις μεταρρυθμίσεις της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής ζωής που είναι απαραίτητες για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η άποψη προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και σκέψεων για τις πραγματικές προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού όταν μάλιστα έθεσε εν αμφιβόλω τη στρατηγική που θεμελίωσε ο ίδιος. Επί της ουσίας, τώρα, ο κ. Σημίτης πιστεύει ότι «έχει κλείσει ο κύκλος της πολιτικής που εκπονήθηκε πριν από 16 χρόνια». Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την αλλαγή στάσης του κ. Σημίτη, πολλοί πιστεύουν ότι απορρέει από την πρόθεσή του να διεκδικήσει, συντασσόμενος με το αντιτουρκικό πνεύμα των ευρωπαϊκών ελίτ, κάποια κορυφαία θέση στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Άλλοι, πιστεύουν ότι ο πρώην πρωθυπουργός, απαλλαγμένος από την ευθύνη της διακυβέρνησης, διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του. Δεν δεσμεύεται, δηλαδή, πλέον από την «υποταγή» της γνώμης του στη στρατηγική που ακολουθεί η Ελλάδα να στηρίξει την Τουρκία σε σχέση με την Ε.Ε., στρατηγική που, για τους υπερασπιστές της, θα φέρει αποτελέσματα στις διμερείς σχέσεις. Ο κ. Σημίτης αναθεωρεί τις απόψεις του και θέτει το θέμα της ειδικής σχέσης, υπονοώντας προφανώς ότι η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα μέσα στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.
Απέναντι σε αυτά τα νέα δεδομένα, το ζητούμενο είναι εάν η Ελλάδα διαθέτει εναλλακτική στρατηγική, στην περίπτωση που ξεκάθαρα τεθεί θέμα ειδικής σχέσης στην Τουρκία.
Πηγές
1. Δώρα Αντωνίου, Καθημερινή, 10/2/2008
2. Τ.Π. . Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 10/02/2008
3. Γιάννης Κάρταλης, Το ΒΗΜΑ, 10/02/2008 , Σελ.: A28
4. Το δίκτυο, Δελτίο Πολιτικού Προβληματισμού, www. Diktyon. Wordpress.com
Στην ομιλία του o κ. Σημίτης διαφοροποιήθηκε από την παγιωμένη, τα τελευταία χρόνια, ελληνική θέση της απόλυτης στήριξης της Τουρκίας στην ενταξιακή της προοπτική. Ουσιαστικά συντάχθηκε με τον Γάλλο πρωθυπουργό κ. Νικολά Σαρκοζί και την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Αγκελα Μέρκελ, οι οποίοι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν απορρίψει με κατηγορηματικό τρόπο κάθε μορφή ένταξης της Τουρκίας, επισημαίνοντας και οι δύο ότι η Άγκυρα μπορεί να επωφεληθεί μόνο από μία «προνομιακή εταιρική σχέση». Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι η ένταξη της Τουρκίας θα ενισχύσει την πιθανότητα να αναπτυχθούν δυο και τρεις ταχύτητες μέσα στην Ευρωπαική Ένωση. Άλλωστε είναι νωπές οι μνήμες από την εμπειρία της τελευταίας διερεύνησης. Εκτιμάται, επίσης ότι ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα επέφερε τεράστια ανατροπή στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και αναδιανομή του αγροτικού εισοδήματος μεταξύ των κρατών-μελών με δυσμενείς συνέπειες για τα νυν μέλη. Επιπλέον, η δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης εργαζομένων, που θα συνεπάγεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., μπορεί να μεταβάλει άρδην το «χάρτη» εργασίας στην Ευρώπη.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στις αλλαγές που θα προκαλέσει σε θεσμικό επίπεδο η ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση. Συγκεκριμένα με βάση την πληθυσμιακή εκπροσώπηση, η Τουρκία θα καθίστατο ρυθμιστικός παράγοντας στη λήψη αποφάσεων, «η Τουρκία σε λίγα χρόνια θα έχει πληθυσμό 100 εκατομμύρια. Θα είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της Ε.Ε. και θα έχει, φυσικά, τις περισσότερες ψήφους στο Συμβούλιο. Θα είναι μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, την οποία δεν βλέπω να αποδέχονται οι ευρωπαϊκές χώρες».
Ενδοιασμούς δημιουργεί και η δυνατότητα εμπέδωσης του ευρωπαϊκού κεκτημένου από την Τουρκία κάτι στο οποίο αναφέρθηκε προσφάτως και ο κ. Σαρκοζί :«Πριν σκεφτούμε τα κράτη που δεν είναι στην Ευρώπη, ίσως πρέπει να σκεφτούμε τα κράτη που ανήκουν ήδη σε αυτήν. Αν διευρύνουμε επ’ άπειρον την Ε.Ε., τότε θα σκοτώσουμε την πολιτική». Ο προβληματισμός αυτός αναπτύχθηκε με την τελευταία διεύρυνση και αφορά τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, αφορά τη δυνατότητα τους να αφομοιώσουν το σύστημα αξιών που προβάλλει η ένωση καθώς και τις αρχές που διέπουν τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών.
Στην Τουρκία οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε πολύ αργούς ρυθμούς. Το κεμαλικό πολιτικό κατεστημένο και ο τρόπος δομής της εξουσίας, σε συνδυασμό με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μεγάλου μέρους του πληθυσμού προκαλούν αγκυλώσεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσουν στις μεταρρυθμίσεις της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής ζωής που είναι απαραίτητες για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η άποψη προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και σκέψεων για τις πραγματικές προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού όταν μάλιστα έθεσε εν αμφιβόλω τη στρατηγική που θεμελίωσε ο ίδιος. Επί της ουσίας, τώρα, ο κ. Σημίτης πιστεύει ότι «έχει κλείσει ο κύκλος της πολιτικής που εκπονήθηκε πριν από 16 χρόνια». Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την αλλαγή στάσης του κ. Σημίτη, πολλοί πιστεύουν ότι απορρέει από την πρόθεσή του να διεκδικήσει, συντασσόμενος με το αντιτουρκικό πνεύμα των ευρωπαϊκών ελίτ, κάποια κορυφαία θέση στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Άλλοι, πιστεύουν ότι ο πρώην πρωθυπουργός, απαλλαγμένος από την ευθύνη της διακυβέρνησης, διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του. Δεν δεσμεύεται, δηλαδή, πλέον από την «υποταγή» της γνώμης του στη στρατηγική που ακολουθεί η Ελλάδα να στηρίξει την Τουρκία σε σχέση με την Ε.Ε., στρατηγική που, για τους υπερασπιστές της, θα φέρει αποτελέσματα στις διμερείς σχέσεις. Ο κ. Σημίτης αναθεωρεί τις απόψεις του και θέτει το θέμα της ειδικής σχέσης, υπονοώντας προφανώς ότι η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα μέσα στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.
Απέναντι σε αυτά τα νέα δεδομένα, το ζητούμενο είναι εάν η Ελλάδα διαθέτει εναλλακτική στρατηγική, στην περίπτωση που ξεκάθαρα τεθεί θέμα ειδικής σχέσης στην Τουρκία.
Πηγές
1. Δώρα Αντωνίου, Καθημερινή, 10/2/2008
2. Τ.Π. . Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 10/02/2008
3. Γιάννης Κάρταλης, Το ΒΗΜΑ, 10/02/2008 , Σελ.: A28
4. Το δίκτυο, Δελτίο Πολιτικού Προβληματισμού, www. Diktyon. Wordpress.com